- αλβανόγλωσσος
- αλβανόγλωσσος, -η, -ο και αλβανόφωνος, -η, -οαυτός που, ενώ δεν είναι Αλβανός, μιλά την αλβανική γλώσσα ως μητρική του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλβανόγλωσσος — η, ο ο αλβανόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + γλώσσα] … Dictionary of Greek
Αλβανός — ο (Μ Ἀλβανὸς) (Ν θηλ. ίδα) ο κάτοικος τής Αλβανίας ή όποιος κατάγεται από εκεί. [ ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανίζω, αλβανικός, αλβανόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλβανόγλωσσος, αλβανοελληνικός, αλβανομαθής, αλβανόπαις, αλβανόφιλος, αλβανόφωνος] … Dictionary of Greek
αλβανόφωνος — η, ο αυτός που μιλάει την αλβανική γλώσσα ως μητρική, αλλά δεν είναι Αλβανός κατά την εθνικότητα, ο αλβανόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek
αλβανόφωνος — η, ο βλ. αλβανόγλωσσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)